θριπήδεστος

θριπήδεστος
θρῑπήδεστος, ον, ([etym.] θρίψ, ἐδήδεσμαι)
A worm-eaten,

ῥίζαι Thphr.HP 9.14.3

, cf. IG22.1628.163, al., 1672.306; κεραῖαι θριπήδεσται ib.1628.205, but

-οι 1629.328

.
2 σφραγίδια θ. seals made of worm-eaten wood, Ar.Th.427, cf. Sch.
3 metaph.,= διεφθαρμένη, Hyp.Fr. 82. (Freq. corrupted to -έστατος, as in Ar.Th.l.c. (ap. Suid.), Hyp. l.c. (v.l.), Luc.Lex.13 (v.l.), cf. Paus.Gr.Fr.205, but a [comp] Sup. is never necessary exc. in Thphr.HP3.8.5 (v. θριπώδης).)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θριπήδεστος — θριπήδεστος, ον (Α) 1. σκουληκοφαγωμένος φρ. «σφραγίδια θριπήδεστα» τα πρώτα σκουληκοφαγωμένα ξύλα, που χρησίμευαν ως σφραγίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θριψ, ιπός + ήδεστος < εδεστός (< έδω «τρώω»), με έκταση τής αρχικής συλλαβής λόγω τής συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • θριπήδεστον — θριπήδεστος worm eaten masc/fem acc sg θριπήδεστος worm eaten neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριπηδέστοις — θριπήδεστος worm eaten masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριπηδέστους — θριπήδεστος worm eaten masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριπηδέστων — θριπήδεστος worm eaten masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριπήδεστα — θριπήδεστος worm eaten neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριπήδεστ' — θριπήδεστα , θριπήδεστος worm eaten neut nom/voc/acc pl θριπήδεστε , θριπήδεστος worm eaten masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”